σαβούρωμα

σαβούρωμα
το, -ατος
1. τοποθέτηση έρματος σε πλοίο.
2. γέμισμα με άχρηστα αντικείμενα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σαβούρωμα — το, Ν [σαβουρώνω] 1. το γέμισμα πλοίου ή αεροστάτου με σαβούρα 2. μτφ. α) υπερβολική λήψη τροφής, περιδρόμιασμα β) συλλογή άχρηστων ή ασήμαντων αντικειμένων …   Dictionary of Greek

  • ερματισμός — ο [ερματίζω] η τοποθέτηση έρματος (σαβούρας) σε πλοίο ή αερόστατο (κν. σαβούρωμα) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”